- ευλόγηση
- [-ις (-εως)] η1) благословение (действие); 2) прославление, восхваление
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευλόγηση — η (Μ εὐλόγησις) [εὐλογώ] η ευλογία που τελείται από ιερέα, ο αγιασμός, ο εξαγιασμός μσν. η τελετή τού γάμου, η στέψη … Dictionary of Greek
ευλόγηση — η η πράξη του ευλογώ, ευλόγημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐλογήσῃ — εὐλογέω speak well of aor subj mid 2nd sg εὐλογέω speak well of aor subj act 3rd sg εὐλογέω speak well of fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογήσηι — εὐλογήσῃ , εὐλογέω speak well of aor subj mid 2nd sg εὐλογήσῃ , εὐλογέω speak well of aor subj act 3rd sg εὐλογήσῃ , εὐλογέω speak well of fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευλογήσιμος — η, ο [ευλόγηση] άξιος να ευλογηθεί … Dictionary of Greek
ευλογημός — εὐλογημός, ὁ (Μ) [ευλογώ] ευλογία, ευλόγηση … Dictionary of Greek
ευλόγημα — και βλόγημα, το (ΑΜ εὐλόγημα) [ευλογώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ευλογώ, η ευλόγηση από τον ιερέα 2. το αντικείμενο τής ευλογίας νεοελλ. πληθ. τα βλογήματα ο γάμος, η στέψη, το στεφάνωμα («καλά βλογήματα») … Dictionary of Greek